- πολύγαλα
- (πολύγαλα το κοινό). Ποώδες φυτό της οικογένειας των πολυγαλιδών (δικοτυλήδονα), κοινό στους βοσκότοπους· παλιότερα πίστευαν πως το νομευτικό αυτό φυτό είχε την ιδιότητα να αυξάνει το γάλα των αγελάδων και από αυτό προέρχεται το όνομά του. Φτάνει σε ύψος 10-30 εκ. και έχει βλαστό αρχικά κατακείμενο και έπειτα ανερχόμενο, με φύλλα άμισχα, μικρότερα και ωοειδή τα κατώτερα, λογχοειδή τα μεσαία, λογχοειδή-γραμμοειδή τα ανώτερα. Τα άνθη, λευκά, ρόδινα ή κυανά, είναι διαταγμένα κατά επάκριο βότρυ, που κυρίως είναι αραιός. Η στεφάνη έχει 5 πέταλα ενωμένα σε σωλήνα, τα οποία περιβάλλονται από κάλυκα, που αποτελείται από 3 εξωτερικά σέπαλα πολύ μικρά και από τα εσωτερικά, πεταλοειδή, μεγάλα και χρωματιστά, που μοιάζουν με φτερά: το τελευταίο αυτό χαρακτηριστικό, μαζί με το εσωτερικό πέταλο της στεφάνης, πιο μεγάλο σε σύγκριση με τα άλλα και τρίλοβο, δίνει στα άνθη μια όψη πεταλούδας.
Συγγενές είδος είναι το π. το πικρό, πιο μικρό από το προηγούμενο, αυτοφυές στους υγρούς ορεινούς και αλπικούς βοσκότοπους της κεντρικής Ευρώπης. Έχει φύλλα ωοειδή-αμβλέα, κατά παράρριζο ρόδακα και φύλλα στελέχους μικρότερα και λογχοειδή. Τα άνθη είναι γαλαζο-ιώδη και διατεταγμένα κατά επάκρια αλύγιστα τσαμπιά. Ο καρπός είναι κάψα με καρδιά γυρισμένη προς τα κάτω.
Αντίθετα, το π. ο χαμαιπυξός, που είναι κοινό στα δάση και ανάμεσα στους βράχους της ορεινής ζώνης, έχει φύλλα δερματώδη και άνθη κίτρινα με κηλίδες κόκκινες.
Από τις ρίζες μερικών π. (π. το κοινό, π. το πικρόκαι ιδιαίτεραπ. το σενέγκο, που είναι ιθαγενές της Βιρτζίνιας και του Καναδά), εξάγεται μια δρόγη με αποχρεμπτική ενέργεια, που χρησιμοποιείται με μορφή αφεψήματος, σιροπιού ή σκόνης. Η φαρμακευτική της ενέργεια συνίσταται στο ότι προκαλεί αύξηση της έκκρισης από τους βρόγχους των υγρών βλεννών, που μπορούν να απομακρυνθούν εύκολα με το βήχα (απόχρεμψη). Σε δόσεις υψηλές έχει εμετικό αποτέλεσμα.
Πολύγαλα η μυρτόφυλλη, ένα από τα πολλά είδη του φαρμακευτικού φυτού πολύγαλα.
Dictionary of Greek. 2013.